«Εμείς λοιπόν ό,τι ωραίο, σπουδαίο ή αξιοπερίεργο ακούμε πως συνέβη είτε στη χώρα σας είτε εδώ ή οπουδήποτε αλλού το καταγράφουμε από πάρα πολύ παλιά στους ναούς μας και το διασώζουμε. Αντίθετα, στη δική σας περίπτωση και σε άλλες ανάλογες, κάθε φορά που πάει να τακτοποιηθεί το πρόβλημα της καταγραφής και όλα όσα είναι απαραίτητα για τη ζωή των πόλεων, πέφτουν επάνω σας οι καταιγίδες του ουρανού, σαν επιδημία που επανέρχεται πάλι και πάλι σε τακτά χρονικά διαστήματα, και σας αφήνουν μόνο με τους αγράμματους και τους ακαλλιέργητους. Κι έτσι ξεκινάτε πάλι από την αρχή, σαν να ξανανιώνετε, χωρίς να ξέρετε όσα έγιναν παλαιότερα εδώ ή στη χώρα σας. Όσα λοιπόν μόλις μας διηγήθηκες, Σόλων, οι δικές σας γενεαλογίες, δεν είναι παρά παιδικά παραμύθια. Θυμάστε έναν μόνο κατακλυσμό, ενώ έγιναν πολλοί στο παρελθόν. Και δεν ξέρετε ακόμη ότι στη χώρα σας έζησε κάποτε το ωραιότερο και τελειότερο γένος ανθρώπων. Από το γένος αυτό προέρχεσαι εσύ και η πόλη σου, από το λίγο σπέρμα που διασώθηκε, αλλά εσείς δεν γνωρίζετε τίποτε γι’ αυτό, γιατί από τους επιζώντες πολλές γενιές χάθηκαν χωρίς να αφήσουν πίσω τους γραφές»Πλάτων, Τίμαιος, 23a-c
Τα μνημεία αλλά και παντός είδους τέχνεργα, ως αντικείμενα πολιτιστικής κληρονομιάς, διατηρούν την ιστορική τους μνήμη, την “διήγησή” τους, η οποία μπορεί να ανακτηθεί μέσα από τη μελέτη των υλικών και άυλων στοιχείων που τα απαρτίζουν. Η παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά δεν αποτελεί μόνο κληροδότημα του παρελθόντος, αλλά και κληρονομιά, την οποία έχουμε χρέος να παραδώσουμε αλώβητη στις μελλοντικές γενεές. Σύμφωνα με τη Σύμβαση Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς της UNESCO (http://whc.unesco.org/archive/convention-en.pdf), αντικείμενα πολιτιστικής κληρονομιάς θεωρούνται τα μνημεία (αρχιτεκτονικά έργα, έργα γλυπτικής και ζωγραφικής, τέχνεργα και κατασκευές αρχαιολογικού χαρακτήρα, επιγραφές, σπήλαια), τα κτήρια (μεμονωμένα οικοδομήματα ή ομάδες αυτών όπως οικισμοί) αλλά και ανθρωπογενή ή συνδυασμός ανθρωπογενών και φυσικών τοπίων, τα οποία χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικής σημασίας από ιστορικής, επιστημονικής, εθνολογικής, ανθρωπολογικής και αισθητικής άποψης. Συνεπώς, λόγω της σημαντικότητάς τους, η προστασία και προσπάθεια διατήρησής τους προκύπτει ως αδήριτη και επιτακτική ανάγκη.
Η ψηφιοποίηση, κλάδος προερχόμενος από τον τομέα της Πληροφορικής, η οποία αποτελεί και διακύβευμα του μέλλοντος για τον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς, συνδράμει ενεργά εδώ και δεκαετίες στην προστασία, διαφύλαξη και ανάδειξή της. Ως ορισμός της ψηφιοποίησης καθίσταται η διαδικασία αναπαράστασης συμβατικού υλικού σε ψηφιακή μορφή. Αυτή μπορεί να αφορά αντικείμενα οποιουδήποτε τύπου όπως χειρόγραφα ή έντυπα τεκμήρια, φωτογραφίες, ηχητικό και οπτικοακουστικό υλικό αλλά και τρισδιάστατα αντικείμενα όπως μνημεία, αρχαιολογικά ευρήματα κλπ. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την ψηφιοποίηση είναι φωτογραφικές μηχανές, μετατροπείς ήχου και βίντεο σε μορφή συμβατή με τον υπολογιστή, αλλά κυρίως σαρωτές δισδιάστατων και τρισδιάστατων αντικειμένων.
Αδιαμφισβήτητα, ο 21ος αιώνας αντιπροσωπεύει την εισαγωγή και προσαρμογή στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη την ολοένα συχνότερη επαφή του ανθρώπου με τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες. Για τον λόγο αυτό η σημασία της ψηφιακής διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς έγκειται στον σκοπό που επιτελεί, αλλά και στα πλεονεκτήματα που προσδίδουν τα παράγωγά της ως ψηφιακό πολιτιστικό απόθεμα. Τόσο η απλή διαδικασία της ψηφιοποίησης μιας φωτογραφίας όσο και η πολύπλοκη τρισδιάστατη απεικόνιση ενός μνημείου αποδεικνύουν ότι αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία ‘διάσωσής’ τους σε περίπτωση οποιασδήποτε απειλής. Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες υπάρχουν αρκετά απτά παραδείγματα απώλειας σημαντικών μνημείων όπως η τραγική καταστροφή του Καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων και τoυ Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Βραζιλίας από πυρκαγιά, η λεηλάτηση και καταστροφή μνημείων σε εμπόλεμες ζώνες όπως η καταστροφή των εκθεμάτων του Εθνικού Μουσείου του Ιράκ από στρατιώτες του Ισλαμικού Κράτους, οι καταστροφές που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης Τουρκικής κατοχής της Κύπρου αλλά και οι αναπόφευκτες φυσικές φθορές από την συνεχιζόμενη κλιματική αλλαγή. Οι ζημιές αυτές είναι ανυπολόγιστες και δεν αποτελούν απλά απώλεια μέρους της κληρονομιάς μας, αλλά εκτιμώνται ως στέρηση της ανθρωπότητας από τη γνώση και απώλεια μέρους της συλλογικής κοινωνικής ταυτότητάς της.
Εκτός από τη διάσωση των μνημείων, η ψηφιακή αποτύπωση αντικειμένων πολιτιστικής αξίας έρχεται να δώσει λύσεις στις προκλήσεις που προκύπτουν από την παραδοσιακή αποθήκευση των τελευταίων. Σε αντίθεση με τον αναλογικό τρόπο, τα δεδομένα αυτά, όχι μόνο δεν θα φθαρούν με το πέρασμα του χρόνου, αλλά παρέχουν επιπλέον την δυνατότητα εμπλουτισμού και ανακαίνισής τους στο μέλλον, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την βιωσιμότητά τους.
Επιπρόσθετα, η τρισδιάστατη ψηφιοποίηση δίνει την δυνατότητα συλλογής και επεξεργασίας μετρητικής πληροφορίας, η οποία προσδιορίζει την θέση, την πραγματική μορφή, το σχήμα και το μέγεθος των μνημείων και αντικειμένων στον χώρο των τριών διαστάσεων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Η εν λόγω δυνατότητα επιτρέπει στους ερευνητές να τα μελετήσουν εξ αποστάσεως, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα.
Η ενίσχυση της ελκυστικότητας των μνημείων και η εμφάνιση νέων δυνατοτήτων όσον αφορά στην οργάνωση των αρχιτεκτονικών και ιστορικών πληροφοριών, στην αρχειοθέτηση της τρέχουσας μορφής και την παρουσίασή τους είναι ένα ακόμη πλεονέκτημα που προσφέρει η γεωμετρική τεκμηρίωση των μνημείων. Το ψηφιακό απόθεμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία διαδικτυακών πυλών, ψηφιακών κιβωτών και δημοσίων σταθμών πληροφορίων (infokiosks) αλλά και σε σύγχρονες εφαρμογές τρισδιάστατης εικονικής περιήγησης και μικτού περιβάλλοντος (Virtual και Augmented Reality). Η διαδραστική εμπειρία της ψηφιακής περιήγησης, δηλαδή η δυνατότητα πλοήγησης και εικονικής επίσκεψης σε μνημεία, καθώς και η ενημέρωση του χρήστη με ιστορικές πληροφορίες αποτελεί από τα πλέον χρήσιμα εργαλεία του μουσειακού τομέα κατά την περίοδο της πανδημίας αφού η φυσική επίσκεψη είναι περιορισμένη, τα οποία ενισχύουν το ενδιαφέρον του κοινού για την πολιτιστική κληρονομιά. Για παράδειγμα, το περιβάλλον εικονικής περιήγησης ενός οικισμού της Νεολιθικής εποχής προσφέρει ένα άλλο εμπειρικό επίπεδο αφού μέσα από την προβολή και επεξήγηση των ασχολιών των ανθρώπων, οι επισκέπτες μπορούν να πληροφορηθούν για την καθημερινή ζωή στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Εξάλλου η τάση που χαρακτηρίζει τις δράσεις των μουσείων τα τελευταία χρόνια είναι η απομάκρυνση από την καθιερωμένη έκθεση των αντικειμένων που θέλει τους επισκέπτες παθητικούς δέκτες στείρων πληροφοριών, στρέφοντάς τους προς μία πιο ενεργητική σχέση κατά την οποία υπάρχει αλληλεπίδραση επισκέπτη και εκθεμάτων.
Ο σκοπός της ψηφιοποίησης συνοψίζεται συνεπώς στην ιδέα ότι το πολιτιστικό απόθεμα πρέπει να γίνεται ευρέως προσβάσιμο και διαθέσιμο σε επιστήμονες και απλούς χρήστες για χρήση (εκπαίδευση, έρευνα, ψυχαγωγία κλπ.) και επαναχρησιμοποίησή του, μέσω ψηφιακών αποθετηρίων. Τα ψηφιοποιημένα τεκμήρια αναρτώνται σε πλατφόρμες και συνοδεύονται από τα μεταδεδομένα τους, δηλαδή την περιγραφή τους, την ιστορική πληροφορία αλλά και πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ψηφιοποίησής τους.
Αν και ως ιδέα υπήρχε ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, η πρακτική της ψηφιακής αποτύπωσης αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ένας σχετικά νεοφυής κλάδος, ο οποίος άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία στις αρχές του αιώνα μας. Ωστόσο, θεωρείται ως υψίστης σημασίας, όπως φαίνεται και από την έκδοση από την UNESCO, δυο σχετικών εγγράφων το 2003 (https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000130071) και το 2009 (https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000179529.page=2). Για τον λόγο αυτό, είναι πολύ τιμητικό για το νησί μας το γεγονός πως η καρδιά της παγκόσμιας ψηφιακής πολιτιστικής κληρονομιάς χτυπά από την Κύπρο μέσω του καινοτόμου έργου που επιτελεί το Εργαστήριο Ψηφιακής Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ). Κατά τα επτά χρόνια λειτουργίας του, το Εργαστήριο καταφέρνει συνεχώς να εξασφαλίζει χρηματοδότηση μέσα από ανταγωνιστικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διαδραματίζει ένα από τους πλέον σημαντικούς ρόλους στα κέντρα λήψεως αποφάσεων όσον αφορά στο μέλλον και στην πορεία της ψηφιακής πολιτιστικής κληρονομιάς. Αξίζει να αναφερθεί πως το Εργαστήριο Ψηφιακής Πολιτιστικής Κληρονομιάς κατέχει δυο ομώνυμες έδρες, μοναδικές ανά το παγκόσμιο, την Έδρα της UNESCO και την Έδρα του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας, ως αναγνώριση του σπουδαίου έργου που επιτελεί. Οι δράσεις του εργαστηρίου καλύπτουν, όχι μόνο, όλο το φάσμα του κύκλου ζωής της ψηφιακής αναπαράστασης αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς, οι οποίες ξεκινούν με τον αρχικό σχεδιασμό του προγράμματος ψηφιοποίησης, επεκτείνονται στην καθ’ αυτό ψηφιοποίηση των αντικειμένων και καταλήγουν σε ζητήματα προβολής, μακροπρόθεσμης διατήρησης και επαναχρησιμοποίησης του ψηφιακού περιεχομένου αλλά και με την ολιστική τεκμηρίωση των πολιτιστικών αντικειμένων. Οι δράσεις αυτές προϋποθέτουν και τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό όπως σαρωτές, ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, εξοπλισμό ψηφιοποίησης ήχου και κινούμενων εικόνων, επίγειους και εναέριους σαρωτές λέιζερ αλλά και τα συναφή προγράμματα επεξεργασίας. Τελικός στόχος της ψηφιοποίησης του υλικού είναι η ανάρτησή του σε ψηφιακά αποθετήρια πολιτιστικού υλικού όπως για παράδειγμα την Apsida (https://apsida.cut.ac.cy/) του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου αλλά και την Europeana (https://www.europeana.eu/en), την Ευρωπαϊκή ψηφιακή βιβλιοθήκη. Τέλος, η πλέον σημαντική πτυχή του εργαστηρίου είναι το ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο προέρχεται από διαφορετικά και ετερόκλητα ερευνητικά πεδία ως αποτέλεσμα του διεπιστημονικού χαρακτήρα του αντικειμένου. Αρχαιολόγοι, Ιστορικοί τέχνης, Τοπογράφοι μηχανικοί, Μηχανολόγοι μηχανικοί, Αρχιτέκτονες, Μηχανικοί πληροφορικής και Γραφίστες είναι μερικές από τις ειδικότητες που εκπροσωπούν οι άνθρωποι του εργαστηρίου, οι οποίοι όμως μοιράζονται την ίδια αγάπη για την πολιτιστική κληρονομιά.
Καταλήγοντας, κατά γενική παραδοχή, ένα ψηφιακό μοντέλο ή μια εικονική περιήγηση δεν μπορεί να αντικαταστήσει κανένα μνημείο, αρχαιολογικό χώρο ή μουσείο, όσο πιστό και ελκυστικό και να είναι. Ωστόσο, ο σκοπός της διατήρησης και της προώθησης της μνήμης έχει μετουσιώσει την ψηφιακή αποτύπωση σε ευκαιρία διάσωσης της ιστορίας και του πολιτισμού αλλά και αποτελεσματικής ανταπόκρισης και προσαρμογής στα νέα δεδομένα.
Μαρία Κατίρη, Research Associate
Μαρίνα Τουμπουρή, Experienced Researcher (ER)
Ελεάννα Αβούρη, Early Stage Researcher (ESR)
Εργαστήριο Ψηφιακής Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Έδρες Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Χώρου και ΟΥΝΕΣΚΟ στην Ψηφιακή Πολιτιστική Κληρονομιά
Για περισσότερες πληροφορίες:
www.digitalheritagelab.eu – [email protected] – Τηλ. 25-002020